- συνελθούσας
- συνελθούσᾱς , συνέρχομαιiboaor part act fem acc pl (attic epic doric ionic)συνελθούσᾱς , συνέρχομαιiboaor part act fem gen sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συναπεργάζομαι — Α [ἀπεργάζομαι] 1. βοηθώ στην ετοιμασία ή στην αποπεράτωση ενέργειας ή έργου («συνελθούσας ἐπιτελειῶσαι καὶ συναπεργάσασθαι τῶν ἀνθρωπίνων ἔργων τὸ κάλλιστον», Πλούτ.) 2. βελτιώνω 3. φρ. «συναπεργάζομαι τοὺς μύθους τῇ λέξει καὶ τοῑς σχήμασι»… … Dictionary of Greek